- σύνταχα
- επίρρ. χρον., πολύ νωρίς.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
σύνταχα — Ν επίρρ. μόλις ή προτού φέξει, πολύ πρωί. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ταχύ «πρωί» + επιρρμ. κατάλ. α] … Dictionary of Greek